- ριπτασμός
- ο / ῥιπτασμός, ΝΜΑ [ῥιπτάζω]στριφογύρισμα στο κρεβάτι από ανησυχία και αϋπνίανεοελλ.ιατρ. νευρική διαταραχή που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και χωρίς συνέχειααρχ.1. το να ρίχνεται κανείς εδώ και εκεί2. αμφιταλάντευση.
Dictionary of Greek. 2013.