ριπτασμός

ριπτασμός
ο / ῥιπτασμός, ΝΜΑ [ῥιπτάζω]
στριφογύρισμα στο κρεβάτι από ανησυχία και αϋπνία
νεοελλ.
ιατρ. νευρική διαταραχή που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και χωρίς συνέχεια
αρχ.
1. το να ρίχνεται κανείς εδώ και εκεί
2. αμφιταλάντευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥιπτασμός — throwing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιπτασμοί — ῥιπτασμός throwing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιπτασμοῦ — ῥιπτασμός throwing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιπτασμῷ — ῥιπτασμός throwing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιπτασμόν — ῥιπτασμός throwing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριπταστικός — ή, όν, Α [ῥιπτάζω] 1. αυτός που κινείται ανήσυχα εδώ και εκεί 2. το ουδ. ως ουσ. ῥιπταστικόν ο ριπτασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”